Της Ειρήνης-Αποστολίας Παρμενίδου
Μετά
την κρίση του 2010 και την πανδημία αναρωτιούνται όλοι, κυρίως οι μεγάλοι σε
ηλικία, γιατί οι νέοι, και μάλιστα πτυχιούχοι, της χώρας αποδημούν σε χώρες του
εξωτερικού, Ευρώπης και μη, για ένα καλύτερο μέλλον. Μα η απάντηση είναι
προφανέστατη! Καλύτερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας, αυξημένο βιοτικό επίπεδο
των χωρών υποδοχής, που οφείλεται σε καλά οργανωμένες κοινωνικές υποδομές, και
λιγότερο άγχος για αποκατάσταση, αφού η αξιοκρατία δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Σύμφωνα
με επίσημα εθνικά στοιχεία της προηγούμενης χρονιάς, υψηλά ποσοστά ανεργίας
παρατηρούνται στις ευάλωτες ομάδες, όπως νέοι, γυναίκες και ανειδίκευτοι, ενώ
παράδοξο είναι το γεγονός του πως συμβαδίζει η αύξηση της απασχόλησης με την
ταυτόχρονη μη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, όπως αναφέρουν εθνικά στοιχεία.
Δεν είναι, λοιπόν, απίθανο πως η Ελλάδα για ακόμη μια φορά κατέχει υψηλή θέση,
και μάλιστα τη δεύτερη, όχι σε κάτι για το οποίο θα πρέπει να είμαστε
υπερήφανοι. Ο λόγος παρακαλώ στην ανεργία που μαστίζει τις ηλικίες μεταξύ 18-29
ετών. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η χειρότερή μας επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση
σχετικά με την επαγγελματική απορρόφηση των γυναικών που είναι υποδιπλάσια από
αυτή των ανδρών (άντε πάλι μια κατάσταση που πιστοποιεί τη στάση απέναντι στην
κοινωνικοοικονομική αξία και θέση της γυναίκας). Επομένως, εύκολο να λέει
κανείς ότι είναι απαραίτητο να μετριαστεί το λεγόμενο brain drain, όπως ονομάστηκε η φυγή των νέων
πτυχιούχων στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας, ώστε να είναι επάξια του
βιογραφικού τους και να πληροί τις προσδοκίες τους, αλλά ο επαναπατρισμός τους
είναι δύσκολος. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως το είδος των θέσεων που
προσφέρει η ελληνική οικονομία προς κάλυψη δεν συμβαδίζει με το είδος των
πτυχιούχων της χώρας, δεδομένου ότι ο τουρισμός-η «βαριά βιομηχανία» της
Ελλάδας-προσφέρει θέσεις όπου απαιτούνται σχετικά χαμηλές δεξιότητες και
απευθυνόμενες προς αποφοίτους τουριστικών, οικονομικών και διοίκησης
επιχειρήσεων.
Σε
αυτό τον προβληματισμό απάντηση μπορεί να δώσει το παράδειγμα της μηδαμινής
ενημέρωσης και του επαγγελματικού προσανατολισμού των εφήβων στη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση πριν επιλέξουν αντικείμενο ανωτέρων σπουδών με την εισαγωγή τους στα
Πανεπιστήμια. Τι επικρατεί σε εμάς; Αντί να βοηθήσουμε τους νέους να βρουν
νωρίς τις κλίσεις τους και τους τρόπους αξιοποίησης των ταλέντων τους, να
ενημερωθούν για τις τάσεις της αγοράς και τις προβλέψεις σχετικά με την
μελλοντική πορεία των επαγγελμάτων, πιέζουμε προς κυρίαρχα επαγγέλματα όπου η
εξασφάλιση είναι πιο σίγουρη-με τα τωρινά πλέον δεδομένα όχι και τόσο σίγουρη
τελικά, παραδείγματος χάρη γιατρός, δικηγόρος κ.α. διαιωνίζοντας το κακό. Κι
όταν λέω εμείς εννοώ οι γονείς (χωρίς να τους καταλογίζω ευθύνες βέβαια). Μπορεί
η εργασία να είναι ένα από τα συνώνυμα της ταυτότητας που μας συνοδεύει αλλά αν
δεν ταιριάζουμε στην ταυτότητα τότε δεν είμαστε ο εαυτός μας. Και να που μετά
αρχίζει ένας φαύλος κύκλος από καταθλίψεις, κρίσεις πανικού και διαταραχές
ύπνου!
Για
μένα ένα είναι δεδομένο. Αν δεν αξιολογηθούν σωστά η δομή του εκπαιδευτικού μας
συστήματος, τα χαρακτηριστικά της αγοράς και η διαθεσιμότητα, πώς περιμένουμε
να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας για τους νέους μας χωρίς αναδιαμορφώσεις που θα
δελεάσουν τους εκπατρισμένους να επιστρέψουν με την τεχνογνωσία που έχουν
αποκομίσει και να προσφέρουν στον τόπο;
Στοιχεία
χρησιμοποιήθηκαν από τις ιστοσελίδες tanea.gr, naftemporiki.gr, insider.gr και newyorkstudies.gr