Ο
εξπρεσιονισμός είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα της μοντέρνας ποίησης που
εξελίχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά την περίοδο 1905-1940 κυρίως στην
ζωγραφική. Το εξπρεσιονιστικό αυτό κίνημα διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Το
παράδειγμά του έδωσε αργότερα υλικό στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό και η επιρροή
του έγινε αισθητή για όλο τον υπόλοιπο αιώνα στη γερμανική τέχνη. Επιπροσθέτως,
ήταν μια εξαιρετική βάση για τους καλλιτέχνες του Νεο-Εξπρεσιονισμού της
δεκαετίας του 1980. Στη συνέχεια, ένα βασικό χαρακτηριστικό των εξπρεσιονιστών
ήταν να ακολουθούν στα έργα τους την παραμόρφωση
της πραγματικότητας, χωρίς να ενδιαφέρονται για την αντίδραση που θα
υπάρξει απέναντι στην πίστη και στην αντικειμενική αναπαράστασή της. Τέλος, ο
εξπρεσιονισμός διακρίνεται και από μια έντονη συναισθηματική αγωνία, καθώς
επίσης μπορούμε να πούμε πως ελάχιστα εξπρεσιονιστικά έργα έχουν χαρούμενη
διάθεση.
Ο όρος εξπρεσιονισμός (αποτελείται
από τον λατινικό όρο expressio δηλαδή έκφραση) αποδίδεται
στον Τσέχο ιστορικό τέχνης Αντονίν Μάτεϊτσεκ το 1910, που ο λόγος που
χρησιμοποίησε τον όρο αυτό για να δείξει την αντίθεση του προς τον
Ιμπρεσιονισμό. Αναφέρει "...ένας Εξπρεσιονιστής επιθυμεί πάνω από
όλα να εκφράσει τον εαυτό του". Επίσης, οι ιμπρεσιονιστές συμφώνα με
τις αξίες τους ήταν αντίθετοι στην στάση αυτή του εξπρεσιονισμού, διότι οι
ιμπρεσιονιστές επιδίωκαν μια αντικειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Οι
βασικότεροι εκπρόσωποι του εξπρεσιονισμού είναι οι Βασίλι Καντίνσκυ, Έντβαρτ
Μουνκ, Όσκαρ Κοκόσκα, Φραντς Μαρκ, Έμιλ Νόλντε, Έγκον Σίλε, Χαΐμ
Σουτίν, Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, Μαξ Μπέκμαν.
Το ρεύμα του εξπρεσιονισμού αναπτύχθηκε κυρίως στη
Γερμανία. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε μια ενιαία ομάδα καλλιτεχνών
που τους ονόμαζαν Εξπρεσιονιστές, αλλά συνηθέστερο ήταν η ύπαρξη μικρών
ομάδων με κοινά χαρακτηριστικά και κυρίως οι ομάδες Blaue Reiter (Ο
Γαλάζιος Καβαλάρης)και Die Brücke (η γέφυρα) με έδρα το Μόναχο
και τη Δρέσδη αντίστοιχα. Όσο αφορά τους εξπρεσιονιστές ζωγράφους
εμπνευστήκαν από παλαιότερους ζωγράφους όπως ο Βαν Γκόγκ, ο Μουνκ και από έργα
της αφρικανικής τέχνης.
Κατά ένα μεγάλο ποσοστό οι εξπρεσιονιστές ήρθαν σε
επαφή με το έργο των Φωβιστών στο Παρίσι. Τα κινήματα αυτά διακρίνονται και από
ένα χαρακτηριστικό στην τεχνική τους, συγκεκριμένα τη χρήση έντονων χρωμάτων
και αντιθέσεων. Παρόλο ότι οι φοβιστές προσπαθούσαν με αυτόν τον τρόπο να
δημιουργήσουν όμορφες εικόνες, οι εξπρεσιονιστές είχαν ως στόχο την πρόκληση
βαθύτερων συναισθημάτων. Για τους Εξπρεσιονιστές, το χρώμα ήταν αρκετά ικανό
ώστε να σταθεί ως μέσο έκφρασης από μόνο του, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα η
ύπαρξη ενός αντικειμένου. Ο Καντίνσκυ ήταν από τις ηγετικές μορφές του
Εξπρεσιονισμού που στήριξαν αυτή τη θέση και οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση της
σύγχρονης αφηρημένης τέχνης.
Δεν είναι απαραίτητο να συναντάμε τον εξπρεσιονισμό
μόνο στην ζωγραφική, αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης. Στη λογοτεχνία, τα
μυθιστορήματα του Φραντς Κάφκα πολλές φορές χαρακτηρίζονται εξπρεσιονιστικά,
επίσης στο γερμανικό θέατρο υπήρξε ένα εξπρεσιονιστικό κίνημα στις αρχές του
20ού αιώνα που επιμελήθηκαν κυρίως οι Γκέοργκ Κάιζερ (Georg Kaiser)
και Ερνστ Τόλερ (Ernst Toller).
Στο κομμάτι της μουσικής οι Άρνολντ Σένμπεργκ
(Arnold Schoenberg), Άντον Βέμπερν (Anton Webern) και Άλμπαν Μπεργκ (Alban
Berg), δημιούργησαν εξπρεσιονιστικά έργα. Η διαφορά των έργων τους, με τη
μουσική των σύγχρονών τους, π.χ Μωρίς Ραβέλ ή Ιγκόρ Στραβίνσκι, δείχνει ότι
διαφοροποιήθηκαν από την παραδοσική τονική σύνθεση προσθέτοντας και μη-τονικά στοιχεία
(atonal). Εξπρεσιονιστική σύνθεση μουσικά δημιούργησε ο Άλμπαν Μπεργκ με την
όπερα Lulu.
Τέλος,
ο εξπρεσιονισμός άφησε το στίγμα του και στον κινηματογράφο, κυρίως στον
γερμανικό. Οι πρώτες εξπρεσιονιστικές ταινίες είναι Το Εργαστήριο
του Δρ. Καλιγκάρι (The Cabinet of Dr. Caligari, 1920) και Νοσφεράτου,
μια συμφωνία τρόμου (Nosferatu, eine Symphonie des Grauens, 1922) των
σκηνοθετών Ρόμπερτ Βίνε και Φρήντριχ Βίλεμ Μουρνάου. Η παραγωγή των
περισσότερων γερμανικών ταινιών ήταν αρκετά χαμηλά οικονομικά και για αυτόν
είναι τελείως διαφορετικές από τις ρομαντικές ταινίες του Χόλιγουντ ή τις
ταινίες δράσης της εποχής.
Αυτός
είναι ένας πίνακας του Max Pechstein που έγινε το 1922. Ήταν Γερμανός
εξπρεσιονιστής ζωγράφος και χαράκτης. Το έργο τέχνης του αποκαλούνταν
«εκφυλισμένο» από τους Ναζί και έμεινε στην απομόνωση μέχρι μετά τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Max Pechstein ήταν μέλος του Die Brücke (Η Γέφυρα),
ένα από τα δύο πιο σημαντικά κινήματα τέχνης στον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Από
όλους τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές ζωγράφους της εποχής του, είχε την
περισσότερη καλλιτεχνική εκπαίδευση, τόσο ως ζωγράφος όσο και ως διακοσμητής.
Γεννήθηκε το 1881 στο Zwickau. Ο πατέρας του εργαζόταν σε υφαντουργείο ως
τεχνίτης. Αρχικά σπούδασε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών και μετά στη
Βασιλική Ακαδημία Τέχνης, και οι δύο στη Δρέσδη. Εκεί γνώρισε επίσης τον Erich
Heckel και έγινε μέλος της ομάδας τέχνης Die Brücke (The Bridge). Στο Βερολίνο
ο Max Pechstein έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση μιας άλλης ομάδας τέχνης,
με το όνομα: Neue Sezession. Αργότερα στη ζωή του έγινε καθηγητής στην Ακαδημία
του Βερολίνου.
Λόγω της επιτυχίας του έγινε πρώιμος στόχος των Ναζί. Δεκαέξι από τους
πίνακές του συμπεριλήφθηκαν στη διαβόητη έκθεση της Entartete Kunst
(Εκφυλισμένη Τέχνη) το 1937. Εκατοντάδες πίνακές του αφαιρέθηκαν βίαια από τα
γερμανικά μουσεία. Ως αποτέλεσμα της
συκοφαντίας από τους Ναζί, αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή για να ζήσει στην
αγροτική Πομερανία.
Οι λόγοι για τον οποίο επέλεξα τον πίνακα αυτό είναι οι εξής. Αρχικά, μου
αρέσουν πάρα πολύ τα χρώματα τα οποία έχει χρησιμοποιήσει, διότι δεν ξεφεύγει
μόνο από την πραγματικότητα, αλλά με κάνει να φαντάζομαι την αίσθηση που θα
είχα εάν αντίκριζα μπροστά μου ένα τέτοιο τοπίο. Επίσης,
μου δημιουργεί ένα έντονο συναίσθημα γαλήνης όταν τον κοιτάζω. Με εντυπωσίασαν
υπερβολικά οι μικρές λεπτομέρειες που έχει συμπεριλάβει στο έργο του π.χ τα
χρώματα του ουρανού που συμπίπτουν με τα χρώματα της θάλασσας, το γεγονός ότι
μπορούμε να διακρίνουμε κάτω από την θάλασσα κ.α. Τέλος, με κάνει να θαυμάζω το
ταλέντο του.
Κωνσταντίνος Τσομπανούδης