«Οι πύλες της κολάσεως»
Ο Αβραάμ ξύπνησε με πόνους στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Λογικό μετά το σφοδρό χτύπημα που δέχτηκε από ένα Γερμανικό κάθαρμα με ένα μέταλλο. Κατά πάσα πιθανότητα του είχε ανοίξει το κεφάλι, αλλά φοβόταν μην αγγίξει την πληγή του και να επιβεβαιώσει τα χειρότερα. Κοίταξε τριγύρω του και είδε ανθρώπους. Πολλούς ανθρώπους. Όλοι άνδρες. Κάποιοι από αυτούς στεκόταν βλοσυροί, σκυμμένοι πάνω από τα γυμνά πόδια τους. Άλλοι έκλαιγαν σε μία γωνιά για να μην φανερώσουν τον φόβο και την αγωνία τους, ενώ άλλοι περπατούσαν πέρα δώθε συ λογιζόμενοι λογικά το τί θα τους συμβεί.
Μα γιατί είναι όλοι έτσι; Τί συμβαίνει;
Πλησίασε έναν άλλον άνδρα, ο οποίος φαινόταν να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με εκείνον. Δηλαδή τελείως χαμένος. Εκείνος, όμως όταν είδε να τον πλησιάζει έσκυψε και αυτός σαν να μην ήθελε να επικοινωνήσει με κανέναν. Ο Αβραάμ δεν τον ενόχλησε περαιτέρω.
Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει βρισκόταν πάνω σε ένα τρένο, που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σαν να βιάζονταν να τους αφήσει κάπου. Οι ράγες από κάτω τους έκαναν τον χαρακτηριστικό γδούπο, όταν πατούσε πάνω τους το τρένο. Στη συνέχεια παρατήρησε το βαγόνι. Δύο πλατιοί ατσάλινοι «τοίχοι» κάλυπταν την δεξιά και την αριστερή πλευρά του. Το λιγοστό φως που έμπαινε από μία χαραμάδα του αριστερού τοίχου, την οποία λογικά την έφτιαξαν για να εξυπηρετεί μόνο και μόνο για αυτό το σκοπό και όχι για να τους δώσουν ψεύτικες ελπίδες ότι μπορούν να διαφύγουν, τον εκνεύριζε απίστευτα. Ο τοίχος πίσω του, δεν του έκρυβε κάποια έκπληξη. Και αυτός όπως και οι υπόλοιποι ήταν φτιαγμένοι από ατσάλι. Αντιθέτως ο τοίχος μπροστά του, που οδηγούσε προς την μηχανή, αποτελούνταν και από μία μικρή πορτούλα, φτιαγμένη από ατσάλι και αυτή εννοείται.
Κινήθηκε προς τα εκεί, για να την παρατηρήσει καλύτερα. Ένα μακρόστενο, θαμπό γυαλί, πιθανότατα από την υγρασία, υπήρχε στο πάνω μέρος της πόρτας, το οποίο αντί να τον βοηθήσει του μείωνε και την ορατότητα. Πόμολο, φυσικά δεν υπήρχε, παρά μόνο από την εξωτερική πλευρά. Κοπάνησε με δύναμη την πόρτα, φανερά εκνευρισμένος. Δεν πέτυχε και πολλά, παρά μόνο να αποκτήσει ένα μικρό τραύμα στο χέρι.
«Ανοίξτε ρε καθάρματα! Ανοίξτε να μην σας πάρει ο διάολος!», φώναξε.
Ένα ζευγάρι γαλανά μάτια έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά από το μακρόστενο γυαλί. Παρά την ομορφιά τους, ο Αβραάμ μπορούσε να ορκιστεί, ότι πίσω από αυτά υπήρχε ένας άνθρωπος που τον μισούσε με όλη του την καρδιά. Τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση, του έδινε το άγριο και ξάγρυπνο βλέμμα του.
«Δεν αξίζει να φωνάζεις. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν κάτι, επειδή εσύ βρίσκεσαι αβοήθητος εδώ πέρα.», του απάντησε ένας κοντός άνδρας που στεκόταν κοντά στην πόρτα, με το ένα πόδι να ακουμπάει σηκωμένο στον τοίχο και με τα χέρια σταυρωμένα.
Γύρισε να ξανακοιτάξει τον Γερμανό, αλλά αυτός είχε ήδη φύγει.
«Είσαι Ισραηλίτης;», τον ρώτησε ο Αβραάμ.
Εκείνος του έσκασε ένα ισχνό, μάλλον ειρωνικό, χαμόγελο.
«Εκεί που θα πάμε δεν θα έχει σημασία από που κατάγομαι. Το ίδιο και για σένα. Όλοι
είμαστε ένα για αυτούς», του απάντησε και έφτυσε κάτω.
Τον κοίταξε φανερά μπερδεμένος.
«Που θα μας πάνε;».
Ο κοντός άνδρας τον κοίταξε σαν να του έκανε πλάκα.
«Δεν είχες ακούσει τις φήμες όσο ήσουν ακόμα ‘’ελεύθερος’’;», του αποκρίθηκε κάνοντας
το νόημα των εισαγωγικών με τα δάχτυλά του στην τελευταία λέξη.
Ο Αβραάμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Πριν προλάβει να του δώσει μία απάντηση, ένας εκκωφαντικός ήχος φρένων ακούστηκε. Ένιωσε το σώμα του να πέφτει προς τα μπροστά με τεράστια δύναμη. Ευτυχώς, η απόστασή του από την πόρτα ήταν πού μικρή και απέφυγε τα χειρότερα. Αλλά αυτό δεν ίσχυσε και για τους υπόλοιπους. Τελικά πιο άτυχοι στάθηκαν αυτοί που βρισκόταν πιο κοντά στον μπροστινό τοίχο. Πολλά σώματα ανθρώπων, ερχόντουσαν πετούμενοι σαν να μην είχαν βάρος, σαν απλά κουβάρια, προς το μέρους τους. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν να τσαλαπατηθούν και να τραυματιστούν. Εξαίρεση δεν αποτελούσε και ο Αβραάμ.
Έτσι όπως ήταν στραμμένος προς το μέρος την πόρτας και με την πλάτη προς τους υπόλοιπους, ένα κεφάλι ανδρός τον βρήκε στην ωμοπλάτη. Ο πόνος ήταν τόσο έντονος που νόμιζε ότι του την είχε σπάσει. Γονάτισε και έβαλε τα χέρια του προστατευτικά γύρω από το κεφάλι του. Άλλα σώματα προσγειώθηκαν γύρω του, τα περισσότερα σερνάμενα.
Ξαφνικά, άκουσε έναν μεγάλο γδούπο πάνω από το κεφάλι του. Δεν πρόλαβε να σηκώσει το βλέμμα του να κοιτάξει, όταν ένα νεαρό παιδί, όχι περισσότερο από 25 χρονών, βρέθηκε ξαπλωμένο νεκρό δίπλα του. Το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από το κεφάλι του. Τα μάτια και το στόμα του ήταν ορθάνοιχτα, φανερώνοντας έκπληξη του. Ο Αβραάμ έκλεισε τα μάτια του μη μπορώντας να αντέξει το θέαμα μπροστά του.
Και ξάφνου όλα σταμάτησαν. Το στρίγγλισμα των φρένων, οι φωνές φόβου των επιβατών και οι άτσαλες προσγειώσεις τους. Το μόνο που ακούγονταν πλέον ήταν τα κλαψουρίσματα και επιφωνήματα πόνου από τους πιο άτυχους βαγονιού.
Τότε, ένα μηχανισμός ακούστηκε να ανοίγει από έξω. Ο αριστερός τοίχος άρχισε να ανοίγει σιγά σιγά, φανερώνοντας έναν Γερμανό λοχία μαζί με μία ομάδα Γερμανών στρατιωτών να τους περιμένει. Μπήκαν μέσα στο βαγόνι και έβγαλαν τα πιστόλια, σημαδεύοντας στα κεφάλια τους για να τους αναγκάσουν να βγουν έξω. Οι συναιχμάλωτοι του Αβραάμ βγήκαν άτακτα, χωρίς να προσέξουν το μεγάλο κενό που χώριζε το χώμα από το βαγόνι με αποτέλεσμα να σωριαστούν κάτω, ο ένας πάνω στον άλλον. Οι Γερμανοί τους φώναξαν κάτι και τους άρπαξαν από τα χέρια γρήγορα γρήγορα για να μην χάσουν παραπάνω χρόνο.
Ο Αβραάμ, ο οποίος δεν είχε βγει ακόμα από το βαγόνι, πάτησε χώμα λίγη ώρα αργότερα, όταν οι άλλοι είχαν αδειάσει τον χώρο. Το εκτυφλωτικό φως του ήλιου τον τύφλωσε και δεν μπορούσε να δει τι συνέβαινε στους υπόλοιπους. Αλλά μπορούσε να τους ακούσει. Άκουγε σιδερένιες μπάρες να βγαίνουν από τα θηκάρια των στρατιωτών και να χτυπάνε τους αιχμάλωτους, λίγα μέτρα πιο μακριά . Ακούγονταν τα σώματά τους να πέφτουν κάτω με δύναμη και τις φωνές πόνου να μην έχουν σταματημό. Όλη αυτή η ακουστική κατάσταση του προκάλεσε δισταγμό, πράγμα που παρατήρησε ένας στρατιώτης και τον έσπρωξε με το χέρι του για να προχωρήσει.
Όταν, επιτέλους, συνήθισε το φως, έστρεψε το κεφάλι για να κοιτάξει το νεκρό νεαρό, του βαγονιού. Αλλά δεν ήταν εκεί…
Κάποιος θα τον μάζεψε…, σκέφτηκε.
Βλέποντας ότι δεν προχωράει, ο Γερμανός του έριξε με το σιδερένιο του μπαστούνι στα πλευρά, κάνοντάς τον να γονατίσει προς τα πλάγια. Ο πόνος ήταν τόσο οξύς, που τα μάτια του πλημμύρισαν από τα δάκρυα. Έπιασε τα πλευρά του και αισθάνθηκε το κόκαλο να κουνιέται μέσα του, πράγμα που τον ανησύχησε και τον άγχωσε όσο δεν πήγαινε.
Ο Γερμανός του ούρλιαξε κάτι, που όπως ήταν φυσικό δεν κατάλαβε. Προσπάθησε να του εξηγήσει στην δικιά του γλώσσα, πράγμα που φάνηκε να πιάνει για λίγο. Ο στρατιώτης κοίταξε τον ημιλιπόθυμο εβραίο μπροστά του σχεδόν με θλίψη και αμφιβολία για αυτό που έκανε. Ο Αβραάμ νόμιζε προς στιγμήν πως θα τον αφήσει ήσυχο και θα φωνάξει έναν γιατρό. Αυτός, αντιθέτως, έχασε γρήγορα αυτό το βλέμμα και τον σημάδεψε με το όπλο του στο πρόσωπο, με ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα σαρκώδη χείλια του.
Τον κοίταξε με ένα βλέμμα απόγνωσης και αυτολύπησης, αλλά τελικά κατάφερε, με μεγάλη δυσκολία να σηκωθεί. Το πλευρό του τρίφτηκε τόσο σκληρά, που παραλίγο να τον ρίξει πάλι κάτω. Αλλά δεν τα παράτησε και σηκώθηκε κανονικά στα πόδια του.
Ο λοχίας, ήρθε κοντά τους και είπε κάτι στο αφτί του στρατιώτη, που τον έκανε να χαμογελάσει. Μετά, γύρισε να κοιτάξει τον Αβραάμ με το ίδιο χαμόγελο. Δεν καταλάβαινε γιατί τον κοιτούσε έτσι, πάντως θα έπαιρνε όρκο ότι δεν θα ήταν για καλό. Ο στρατιώτης, ο οποίος στεκόταν μπροστά του όλη αυτήν την ώρα και του απέκρυπτε την θέα, έκανε επιτέλους στην άκρη. Οι συναιχμάλωτοι του είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντάς τον τελείως μόνο του με τον στρατιώτη δίπλα του. Κοίταξε πιο προσεχτικά και είδε την ομάδα του, η οποία όπως την υπολόγιζε τώρα αποτελούνταν πάνω από 30 άτομα, μεταφέρονταν από 4 στρατιώτες στα πλάγια και τον λοχία στην κορυφή σε ένα πελώριο κτίριο. Δεν μπορούσε να παρατηρήσει τις εκφράσεις τους, μιας και του είχαν γυρισμένη την πλάτη, αλλά στοιχημάτιζε ότι σχεδόν όλοι θα ήταν τρομοκρατημένοι.
Γιατί, όμως, τους πήγαιναν εκεί; ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ;
Κοίταξε στραβά τον στρατιώτη, τρομοκρατημένος για το τι θα γινόταν αν τον ρωτούσε που βρισκόταν. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να το επιχειρήσει, χρησιμοποιώντας τα λιγοστά γερμανικά που ήξερε.
Ο Γερμανός τον κοίταξε και το τεράστιο χαμόγελό του με τα λευκότερα δόντια του που είχε δει ποτέ ο Αβραάμ, με αυταρέσκεια για την άγνοια του.
«Αουσβιτς», του αποκρίθηκε.
Και με μία λέξη, όλες οι αναμνήσεις για αυτό το μέρος επανήλθαν στο μυαλό του. Τελικά, ίσως να είχε πάθει μία μικρή διάσειση από το χτύπημα που δέχτηκε, πριν τον μεταφέρουν εδώ. Δηλαδή δεν είχε ασχοληθεί, ποτέ ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του, Ρεβέκκα, για πάρα πολύ, μιας και τους φαινόταν πολύ τρομακτικό.
Και κάπως έτσι, οι πύλες της κολάσεως ανοίγονταν μπροστά του.