Το μίσος όλο αυτό που δέχθηκα
Ήμουν Εβραίος και δεν με αποδέχθηκαν
Παντού με δίωκαν και μ’ έψαχναν
Μια ελπίδα είχα να ξέφευγα
Μα όλα ήταν μάταια και σκέφτηκα:
Τώρα που το χέρι στραγγαλίζει το στυλό
μονάχα μια ελπίδα έχω κι εγώ
να δω το μονάκριβό μου γιο
Μα χάθηκε κι αυτή η ελπίδα
μες του φόβου την καταιγίδα
Πώς γίναν οι άνθρωποι έτσι
Κι ο Γερμανός έχει αγριέψει
Χωρίς σταματημό μας έχει γυρέψει
Και τις οικογένειές μας έχει μαζέψει
Μες το στρατόπεδο, για να φονεύσει
Καραμπέρης Χρήστος, Μάλαμας Αλέξανδρος (Α1)
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα το πρωί μας συνέλαβαν και αυτή τη στιγμή είμαστε στο τρένο. Δεν ξέρω πού πηγαίνουμε και για ποιο λόγο. Φοβάμαι πολύ. Εδώ και λίγο καιρό οι Γερμανοί μας είχαν στερήσει εντελώς την ελευθερία μας και τώρα συμβαίνει αυτό. Κανείς δεν ξέρει προς τα πού κατευθυνόμαστε παρά μόνο αυτοί. Έχω ένα κακό προαίσθημα. Δε θυμάμαι πώς ξεκίνησαν όλα αυτά. Πρέπει να ήταν αρχές Φεβρουαρίου όταν μπήκαν οι πρώτοι Ναζί στη Θεσσαλονίκη. Μας ανάγκασαν όλους να φορέσουμε ένα κίτρινο αστέρι στο πέτο, ώστε να μας ξεχωρίζουν∙ μας έβγαλαν καινούριες ταυτότητες, ώστε να γνωρίζουν ακριβώς ποιους είχαν στα χέρια τους. Μας φακέλωσαν. Ώσπου μια μέρα απλώς άρχισαν να συλλαμβάνουν κόσμο. Τους συγκέντρωναν όλους και τους έβαζαν μέσα σε τρένα, χωρίς να τους δώσουν κάποια πληροφορία. Σήμερα ήταν η σειρά μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, δεν ξέρω ούτε αν θα ζήσω. Δε μένει άλλο παρά να περιμένω για να το μάθω.
Αθανασιάδου Κυριακή (Α2)
Ξύπνησα, από τα κλάματα και τις φωνές. Κατέβηκα τα σκαλιά και είδα όλη μου την οικογένεια μαζεμένη στην εξώπορτα. Δύο ψηλοί άντρες με κάτι στολές μας είπαν ότι πρέπει να φύγουμε, ότι θα μας πάνε κάπου αλλού. Η Άνι, η μικρή μου αδερφή, ήταν πέντε χρονών και η μόνη που είχε χαρεί στο άκουσμα ότι φεύγουμε. Τη ρώτησα «τι έγινε;» κι εκείνη μου απάντησε «πάμε διακοπές». Στο τρένο είχε πολύ κόσμο ∙ ήταν όλοι τους φοβισμένοι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ∙ κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα πλανιόταν. Μετά από τέσσερις ημέρες περίπου, δεν ξέρω. Έχασα τη διαύγειά μου, δεν ήξερα τι γινόταν γύρω μου, η Άνι μου κρατούσε το χέρι κατά τη διάρκεια της τέταρτης μέρας. Μου φάνηκε περίεργο, διότι πάντα της άρεζε να κρατά μόνο της μητέρας μας το χέρι. «Στο Auschwitz» έτσι άκουσα να το λένε δύο γυναίκες που καθόντουσαν παραδίπλα μου σε όλο το ταξίδι. Έχασα από το οπτικό μου πεδίο την οικογένειά μου, κάθισα για ένα δευτερόλεπτο να σκεφτώ αν ήταν μαζί μου στο τρένο. Πεινούσα, ζαλιζόμουν, δεν είχα τη δύναμη να τους ψάξω. Οι δυο γυναίκες που ήταν μαζί μου στο τρένο μου εξήγησαν τα πάντα… Τότε ήταν που έφυγα κι εγώ, για να πάω κοντά τους. Δεν άντεξα ούτε στην ιδέα για το τι θα συνέβαινε στο μέλλον.
Μαντούση Κατερίνα (Α3)
ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Μαμά, μπαμπά, που είστε;
Εμένα πότε θα με ταΐσετε;
Κλεισμένος, μόνος σ’ ένα δρόμο χωρίς επιστροφή
Ποιο είναι το τέλος και ποια η αρχή;
Φοβισμένα πρόσωπα παντού
Δεν ξέρω που να πάω αλλού
Γιατί με αφήσατε εσείς;
Μόνος μου σε ένα τρένο κι άλλος κανείς;
Ποιοι είναι επιτέλους αυτοί οι Ναζί;
Και γιατί δε μας αφήνουν να είμαστε όλοι μαζί;
Τη λευτεριά μας τι τη θέλουν να την έχουν;
Άλλα πολλά ήδη δεν κατέχουν;
Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι πολύ
Διότι αυτό σίγουρα είναι ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Νικολαΐδου Μαριάνθη (Α4)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Φορτώσαμε σήμερα στο σταθμό της πόλης
τους πρώτος Εβραίους για τα κάτεργα.
Γιατί υπηρετώ έναν ανώτερο θεσμό.
Άνθρωποι χλωμοί, αδύνατοι και κατηφείς
που κοιτούσαν στο άπειρο με μάτια δακρυσμένα
Γιατί εγώ υπηρετώ έναν ανώτερο θεσμό.
Ένας κύριος αρνήθηκε να χωθεί στο βαγόνι
Μα εγώ υπηρετώ έναν ανώτερο θεσμό.
Τον πλησίασα και τον σημάδεψα στο μέτωπο
με το υπηρεσιακό μου όπλο.
Εγώ υπηρετώ έναν θεσμό ανώτερο!
Δίχως δισταγμό και χωρίς δεύτερη σκέψη
Υπηρετώντας πάντα αυτόν τον ανώτερο θεσμό
Του χάρισα την αιώνια γαλήνη από τα θνητά βάσανα
Γιατί δεν υπάρχει θεσμός ανώτερος της Ελευθερίας
Φωτεινίδης Βασίλης (Α5)
Ανδρεία, περηφάνια
όχι φόβος και κατάντια
Μια μάνα κι ένα γράμμα
γεμάτο όλο κλάμα
Ένα γράμμα γεμάτο ελπίδα
Που μέσα κρύβει μόνο αλήθεια
Ένας άνθρωπος –όχι γυναίκα-
γεμάτος όλος αξιοπρέπεια
Ένας άνθρωπος αθώος
που λύτρωση αξίζει
Ένας άνθρωπος γεμάτος πόνο
απέναντι στον πόλεμο
Μ’ ένα στυλό χαράζει σ’ ένα χαρτί
γεμίζοντάς το ζωή
Με σκόρπιες λέξεις στο χαρτί
το Χάρο στα μάτια αντικρίζει
Καθώς το τέλος της πλησιάζει
για τα παιδιά της μια χαραμάδα ελπίδας χαράζει
Τους τα δίνει όλα χωρίς καν να το σκεφτεί
γιατί τώρα πια απλά υπάρχει∙ δε ζει.
Μεσιτίδου Ελευθερία (Β1)
«Ο καταδότης»
Μικρή ήμουνα στη σοφίτα, κρυβόμουνα,
αν έβγαινα γνώριζα δεν θα ξαναγυρνούσα.
Φοβόμουνα κι έλεγα
"άραγε τι γίνεται απ΄έξω;"
Ότι θα έβγαινα σκεφτόμουν
και υπομονή έκανα.
Μέρες όμορφες ονειρευόμουν
και τα χρόνια σιγά-σιγά περνούσαν.
Σχεδόν όλα τελείωναν,
μα δεν κατάφερα να φύγω,
τον ήλιο να αντικρύσω, την ελευθερία,
να νιώσω
αυτός που μας πρόδωσε πώς άραγε ένιωσε;
Αναστασία Ποντγκόρναγια (Β4)
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΑΣΤΕΡΙ»
Οδεύω προς το θάνατο
Στην άγνωστή μου μοίρα
Κουβαλώντας μόνο ένα παλτό
Και η σκέψη μου είναι στην Αθήνα
Κάθε βράδυ στο θεό κάνω προσευχή
Να’ ναι καλά οι δυο μου γιοι
Το αστέρι μου φοράω, κατάρα και ευχή
Ο λόγος που ακόμα ζω είναι οι δυο μου γιοι
Δημοπούλου Εσπέρια, Δανιηλίδου Στέλλα (Γ1)
Ο τρόμος σου κόβει την ανάσα
Μια ανάσα που αν πάρεις, θα σε σκοτώσει
Μια ανάσα δηλητήριο
Το σώμα σου κοκάλινο
Η ψυχή σου με ένα μονάχα φύσημα του αέρα
μπορεί να χαθεί
Πόση αξία έχει ο άνθρωπος;
Πόση αξία έχει η ζωή;
Τυλίχτηκες στις φλόγες για ένα αστέρι
Εσύ Εβραίε που χάθηκες αλλά ακόμα μιλούν για σένα.
Λουπάκη Κατερίνα (Γ2)